χάντρα

χάντρα
η
1) бусинка, бисерина; 2) радужная оболочка глаза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χάντρα" в других словарях:

  • χάντρα — και χάνδρα, η, Ν 1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα 2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ 3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να… …   Dictionary of Greek

  • χάντρα — η μικρό σφαιρικό ή πολυεδρικό κομμάτι από γυαλί ή άλλη ύλη με μια τρύπα στη μέση, από την οποία μπορεί να περάσει κλωστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλατόχαντρα — η τρυπημένη χάντρα που τη φοράει στον λαιμό η λεχώνα για να έχει άφθονο γάλα …   Dictionary of Greek

  • ματόχαντρα — η χάντρα την οποία φορούν στον λαιμό για να προστατευθούν από το κακό μάτι …   Dictionary of Greek

  • πυρηνίδιο — το / πυρηνίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) 1. οίδημα, πρήξιμο 2. μικρός στρογγυλός όγκος, χάντρα νεοελλ. βιολ. έγκλειστο το οποίο περιέχεται σε πυρηνίσκο τού κυτταρικού πυρήνα αρχ. σφαιρίδιο κατάλληλο για τη διακόσμηση αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν,… …   Dictionary of Greek

  • τρυποχαντρίτης — ο, Ν 1. αυτός που περνά χάντρες σε κλωστή 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος φιλάργυρος, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπώ + χάντρα] …   Dictionary of Greek

  • χάνδρα — η, Ν βλ. χάντρα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Οππίδιον — Αρχαία πόλη της βόρειας Αφρικής, στην περιοχή του σημερινού Μαρόκου. Αναφέρεται και ως Ο. Νέον (Oppidum Novum). Ήταν ρωμαϊκή αποικία. Στα χρονικά των πρώτων χριστιανικών χρόνων αναφέρεται με την ονομασία Oppidonobensis. Τα ερείπια της σώζονται… …   Dictionary of Greek

  • βάσκαμα — το το μάτιασμα: Φορούσε μπλε χάντρα για να μην τον πιάνει το βάσκαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»